
Title | : | A Different Sea |
Author | : | |
Rating | : | |
ISBN | : | 0807613460 |
ISBN-10 | : | 9780807613467 |
Language | : | English |
Format Type | : | Unknown Binding |
Number of Pages | : | 112 |
Publication | : | First published January 1, 1991 |
A Different Sea Reviews
-
Πρόκειται για ένα αριστούργημα, ένα υπέροχο βιβλίο που όπως πολλά βιβλία δεν είναι κατάλληλο για όλους.
Στην επιφάνεια είναι :
Η «βιογραφία» του Enrico Mreule (1886-1959), όπως παρουσιάζεται ως ένα πολύ ακαθόριστο και ανεπαρκές υπαρξιακό χάος στο μυαλό ενός ανθρώπου που ποτέ δεν ξεπερνά το νεανικό του πάθος για τη φιλοσοφία των «απόλυτων, της πειθούς και της αλήθειας, κόντρα σε κάθε “ρητορική” που τεκμαίρεται απο τον πολιτισμό και την ανθρώπινη ματαιοδοξία, την αμόρφωτη μισαλλοδοξία και την ζύμωση της αποσύνθεσης ενός ολόκληρου τελικά κόσμου », όπως περιγράφεται μεταξύ άλλων η φιλοσοφία της ζωης του ταυτίζεται με τον Πλάτωνα, τον Χριστό και τον Βούδα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, -και συγκεκριμένα ανάμεσα και κατά τη διάρκεια των δυο παγκόσμιων πολέμων- ο Enrico, ένας νεαρός διανοούμενος, φεύγει από την αφθονία της Αυστροουγγρικής πόλης Gorizia για να περάσει αρκετά χρόνια ζώντας στα Παταγονικά pampas. Για μια περίοδο 13 ετών ζει στην Παταγονία, κερδίζοντας τα προς το ζην εκτρέφοντας βοοειδή.
Ο Ατλαντικός είναι η «μια άλλη θάλασσα», πολύ μεγαλύτερη, πιο σκληρή, δύσκολη, διαφορετική και αλλιώτικη στη γεύση του μυαλού του από τη θάλασσα της «πατρίδα»του.
Προφανώς η «διαφορετική θάλασσα» είναι η ζωή της πραγματικότητας που παραμένει για πάντα πέρα από το γνωσιολογικό πεδίο του Enrico.
Ολομόναχος με τα αρχαία ελληνικά κείμενα, τα κοπάδια του και κάθε τόσο μια γυναικεία συντροφιά, εφήμερη και δυσάρεστη. Έχει διδαχθεί από τον πλησιέστερο φίλο του, -τον Κάρλο, έναν σπουδαίο φιλόσοφο / ποιητή που αυτοκτονεί στις αρχές της δεκαετίας του '20,- για να αναζητήσει μια αυθεντική ζωή, χωρίς κοινωνικά ψέματα.
Επιστρέφει στην Αδριατική και το καταφύγιο της λατρευτής φιλοσοφίας του και ζει τη ζωή του διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα ίδια κείμενα που διάβασε στα παιδικά και εφηβικά του μαθητικά χρόνια.
Η ουσία όλου του μικρού αυτού αριστουργήματος τεκμαίρεται από τα μεγαλύτερα έργα του 20ού αιώνα ( με την απόλυτη συγκατάθεση του συγγραφέα).
Και θεωρείται πως είναι ο Ιταλός διανοούμενος Κάρλο Μικελστέτερ και η φιλοσοφία του που εκφράζεται ως βασικό πλαίσιο στην σκέψη του απο τις έννοιες και τις αξίες «Πειθώ και ρητορική», έννοιες που ανέλυσε στην πτυχιακή εργασία του.
Η γη είναι μήτρα γεννημάτων, αντέχει πολλά, υπομένει, πονάει και γιατρεύεται πάντα με δικά της ελιξίρια, όταν το άροτρο τη σκίζει και τη γεμίζουν κατόπιν γονιδιακούς σπόρους για αμαρτωλούς καρπούς.
Μα η θάλασσα, η θάλασσα είναι ένα πλατύ, κρυστάλλινο, σιβυλλικό γέλιο. Τίποτα δεν αφήνει σημάδι πάνω στο ουράνιο δέρμα της. Τα χέρια που κολυμπούν δεν καταφέρνουν να την κρατήσουν σφιχτά, την αποδιώχνουν και τη χάνουν. Η θάλασσα δεν παραδίνεται, δεν θέλει, δεν μπορεί.
Αποδέχεται τη ζωή ως ένα ατέρμονο παρόν, σαν μια άλλη απέραντη θάλασσα, όπου μπορείς να ζήσεις μέσα στην αφάνεια, να συλλέξεις την κάθε στιγμή σαν να’ναι η τελευταία, αδιαφορώντας για ο,τι έχει συντελεστεί ή θα συντελεστεί στο αβέβαιο μέλλον. Έτσι μόνο ζεις και υπάρχεις, υπερνικώντας τον φόβο του θανάτου.
Κάρλο Μίκελστετερ (1887-1910).
Το 1909 επέστρεψε στην Γκορίτσια και ξεκίνησε να γράφει τη διατριβή του. Ο πλήρης τίτλος της ήταν Πειθώ και Ρητορική επηρεασμένος απο τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, μετά από πυρετώδη δουλειά, την είχε ολοκληρώσει πριν το τέλος τού 1910, στις 16 Οκτωβρίου, οπότε και την απέστειλε στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Την επόμενη ημέρα, μετά από έναν καβγά με τη μητέρα του, η οποία του παραπονέθηκε γιατί δεν της είχε ευχηθεί χρόνια πολλά στα γενέθλιά της, ο Μίκελστετερ αυτοκτόνησε, πυροβολώντας όχι μία, αλλά δύο φορές κατά του εαυτού του, σύμφωνα με εφημερίδα τής εποχής.
“Μεταξύ δύο προσκεκλημένων σ΄ ένα γεύμα, λιγότερο δυστυχής είναι αυτός που, έχοντας καταλάβει αμέσως ότι τα προσφερόμενα πιάτα είναι μη βρώσιμα, δεν δοκιμάζει κανένα τους, ενώ ο άλλος, ενώ τα δοκιμάζει όλα κι αναγκάζεται να τα φτύσει ένα προς ένα, συνεχίζει να ζει με την όρεξη για αυτά που δεν έχει δοκιμάσει ακόμη, με τη σφοδρή επιθυμία να μην του στερήσει κανείς το δικό του μερτικό στην πλάνη και με το φόβο, ότι κάποια στιγμή θα πρέπει ν΄ αποχωρήσει κι απελπίζεται όταν τελικά τον πετάνε έξω από το απεχθές συμπόσιο”
«Ένας βουβός πόνος είναι κι αυτό, βάρος που πέφτει και συνθλίβει, παραλλήρημα μιας ζωής που πιστεύει πως μπορεί να σωθεί, η ψευδαίσθηση του εγώ που θαρρεί πως αποτινάζει την παράνοια του κόσμου βουλιάζοντας μέσα στην κτηνωδία της ύπαρξης».
Στο χιμαιρικό κυνήγι του φιλοσοφικού ανεφάρμοστου χάθηκε κάθε ευκαιρία επιλογής και ελευθερίας συνυφασμένης με μια φυσιολογική μα υποταγμένη στη «ρητορική» ύπαρξη.
💙
⭐️⭐️⭐️⭐️⭐️📚📚
Καλή ανάγνωση.
Πολλούς ασπασμούς. -
πρώτη επαφή με Μαγκρίς και νομίζω ότι έχουμε ένα μικρό διαμαντάκι.
-
I feel that maybe i should have read persuasion and rhetoric first but should make no difference to read it afterwards.
I like the overall teaching here as to live in peace and harmony will always be to what we most aspire.
His way or rudeness, lack of care for people and lack of decency to women i found quite sad. His fear of belonging to anything or anyone properly and being "bored" easily was rather childish or lonely of him.
I knew it would have an overall meaning at the end.
The referencing to famous texts, authors and historical events i did find valuable. It has inspired me to read persuasion and rhetoric now from carl michelstaedter.
I do love the quote "the sea gives itself to no one".
But is it the right way to live... -
Ένα κείμενό μου για το βιβλίο, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 17.9.2021 από το περιοδικό 'Μονόκλ'.
Διαθέσιμο στο katoptron:
http://katoptron.blog/2021/09/17/%cf%...
και στο 'Μονόκλ':
https://www.monocleread.gr/2021/09/17...
3 Ιουνίου, 1887: γεννιέται στην Γκορίτσια της τότε Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, ακριβώς στα σημερινά σύνορα της Ιταλίας με τη Σλοβενία, ο Κάρλο Μίκελστετερ, μία από τις πιο αινιγματικές και γοητευτικές μορφές τής ευρωπαϊκής φιλοσοφίας τού 20ού αιώνα. Γιος τού Αλμπέρτο Μίκελστετερ, μέλους μιας ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας, βιβλιοφάγου και διευθυντή ασφαλιστικής εταιρίας και της Έμμα Λουτζάτο, η οποία επίσης προερχόταν από πλούσια εβραϊκή οικογένεια, ο Κάρλο παρουσιάζει μία εξαιρετικά πρώιμη πνευματική και σωματική ανάπτυξη και, ήδη κατά τα εφηβικά του χρόνια, είναι γνωστός στην τοπική κοινότητα για τις αθλητικές και διανοητικές του ικανότητες. Μόλις στα δεκαεννιά του διαβάζει με μεγάλη άνεση ορισμένα από τα πιο πολύπλοκα έργα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, σε πέντε διαφορετικές γλώσσες: ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά, λατινικά κι αρχαία ελληνικά.
Η τυπική εκπαίδευσή του ξεκινάει το 1897, όταν γράφεται στο Staatsgymnasium της Γκορίτσια. Εκεί γνωρίζει τους Νίνο Πατέρνολι και Ενρίκο Μρέουλε και, σύντομα, οι τρεις τους θα γίνουν αχώριστοι φίλοι. Το βιβλίο του Ο διάλογος της υγείας και άλλοι φιλοσοφικοί διάλογοι (Il dialogo della salute e altri dialoghi), το οποίο ολοκληρώνεται το 1909, έχει ακριβώς για ήρωές του τους τρεις φίλους: τον Κάρλο, τον Νίνο και τον Ρίκο.
Πάνε πια πολλά χρόνια από τότε που ο Κάρλο έχει πεθάνει. Ο Ρίκο – στο πρόσωπο του οποίου ο ίδιος ο Κάρλο έβλεπε πάντοτε το ιδανικό εν ζωή παράδειγμα αυτού που αποκαλούσε persuaso (πεπεισμένος), του ανθρώπου δηλαδή που έχει καταφέρει να απελευθερωθεί από τα ψυχολογικά δεσμά τής επιθυμίας και του χρόνου – αφήνει πίσω του την Γκορίτσια και την Ευρώπη, για μία άλλη, μακρινή ήπειρο, την Αμερική και ειδικότερα την ερημική Παταγονία. Εκεί, ελπίζει να βρει τη δική του Πειθώ, που δεν διαφέρει και πολύ από την Πειθώ τού Κάρλο: την απόλυτη ατομική ελευθερία, την πλήρη απομόνωση από την ξετσιπωσιά και τη βρομιά τού όχλου, την πλήρη σύμπτωση εαυτού και κόσμου.
Στις απέραντες κι ανελέητα μοναχικές εκτάσεις τής Πάμπα, ο Ενρίκο θα αναζητήσει το ιδανικό φυσικό περιβάλλον για την πλήρη εσωτερική απογύμνωση της ψυχής, όπως τη δίδαξαν όλοι ανεξαιρέτως οι μεγάλοι δάσκαλοι και, πέρα και πάνω από όλους, ο νεκρός πια φίλος του Κάρλο. Ζώντας τη σκληρή και λιτή ζωή τού γκάουτσο, ελαχιστοποιώντας την επαφή του με την, επιβλαβή σε κάθε περίπτωση, επίδραση των ανθρώπων, απαλείφοντας πλήρως τις ανέσεις και τα υλικά πράγματα με τα οποία κανείς προσποιείται ότι ζει ή ότι είναι ευτυχισμένος, ο Ενρίκο θα επιχειρήσει να ακυρώσει μέσα του την πλανερή αίσθηση του χρόνου και την ακατάσβεστη εκείνη εσωτερική φλόγα που την πυροδοτεί και τη διαιωνίζει μέσα μας: την επιθυμία. Πολύ πιθανόν τελικά ο Κάρλο να είχε δίκιο, όταν λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του τον διαβεβαίωνε: “… εσύ, Ρίκο, “βιώνεις αποφασιστικά όλες τις δυνατότητες έτσι ώστε να μην υπάρχει τίποτα που να σε ξαφνιάσει, και απεναντίας τα πάντα, ανεξαρτήτως κινδύνου, σου προσφέρονται απλόχερα. Διότι εσύ δεν αποζητάς τίποτε. Δεν αντιλαμβάνεσαι το πέρασμα του χρόνου αφού είσαι σε δράση συνέχεια και ο χρόνος δεν μπορεί να σε σκλαβώσει. Έτσι σε κάθε σου λέξη αντηχεί μια φωνή που πηγάζει από ένα βίο ελεύθερο…” ”[1]
Κι ο ίδιος το αναγνωρίζει, ότι κατά κάποιον τρόπο, εσωτερικά υπήρξε πάντοτε ξηρός, με την ηρακλείτεια έννοια του όρου: γι’ αυτόν, η επιθυμία περιοριζόταν το πολύ πολύ στην κατάκτηση μιας γυναίκας, ποτέ του ωστόσο δεν υπήρξε ικανός να δώσει ακόμη και σ’ αυτόν τον τομέα την οποιαδήποτε συνέχεια. Πολύ γρήγορα, η μοναχική του φύση, ο ακραία λιτός του βίος, οι παρατεταμένες του σιωπές κι εκείνη η αδιαπραγμάτευτη διεκδίκηση της ατομικότητάς του, τον απάλλασσαν χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια από τις αρκετές γυναικείες παρουσίες που πέρασαν από τη ζωή του: “Ο Ενρίκο ανακαλύπτει πως έχει ταλέντο στο να αποφεύγει όλη αυτή τη φαρσοκωμωδία και τα γλυκερά στοιχεία που κολλάνε σε μια σχέση όπως στην ταινία της μυγοπαγίδας̇ αυτός δεν είχε ποτέ του σχέση, δεν ξέρει καλά καλά τι είναι… Αργά ή γρήγορα τον αφήνουν οι ίδιες οι γυναίκες, με θλίψη αλλά χωρίς οδύνες. Αυτός προσπαθεί να δείξει, ως οφείλει, κάπως μελαγχολικός, κι έπειτα νιώθει πιο ανάλαφρος από ποτέ, και βγαίνει με τη βάρκα στη θάλασσα, μένοντας όλη μέρα στην απόλυτη σιωπή, στην ησυχία.”[2]
Εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή τής θάλασσας – ή της Πάμπα – ήταν που ο Ενρίκο ένιωθε πάντοτε να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον. Ακριβώς όπως συνέβαιν�� και με τον Κάρλο. Κι οι δυο τους, ο καθένας με τον τρόπο του, είχαν καταλάβει από πολύ νωρίς – εντελώς φυσιολογικά, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, – ότι εάν τελικά υπήρχε κάποιο νόημα σ’ αυτό που ονομάζεται ύπαρξη και ζωή, αυτό σίγουρα δεν βρισκόταν μέσα στις ακατάσχετες φλυαρίες, στην ενοχλητική ανθρώπινη εγωπάθεια, στους φανφαρονισμούς τής ρητορικής με τα χιλιάδες της πρόσωπα, στο άνοστο παιχνίδι τής επιθυμίας που μονίμως ζητάει και ποτέ δεν χορταίνει και στο ακόμη πιο άνοστο και άδοξο τέλος των πάντων: τον θάνατο̇ εάν τελικά υπήρχε κάποιο βαθύτερο μυστικό, αυτό θα έπρεπε σίγουρα να βρίσκεται καλά κρυμμένο μέσα στη σιωπή τής θάλασσας ή στα μανιασμένα νερά τού ποταμού Ισόντζο, όπου μόνο ο Κάρλο ήταν ικανός να κολυμπάει, πέρα από κάθε αίσθηση του χρόνου. Μπετόβεν, Ίψεν, Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Σοπενχάουερ, Βούδας: “ η τραγική χαρά να είσαι το σημείο εκείνο, που εκμηδενίζει το χρόνο και, συνεπώς, την ταλαίπωρη ζωή, που κυλάει και δεν είναι.”[3]
Και δεν είναι, διότι αποδεικνύεται μονίμως ανίκανη να εκτεθεί εντελώς γυμνή στη στιγμή, ολοκληρωτικά προσηλωμένη σ’ αυτό που είναι. Η βούληση είναι η ακατανίκητη εκείνη δύναμη που “καταστρέφει το αληθινό είναι…”[4] Ο Σοπενχάουερ ήταν αυτός που πρώτος ξεσκέπασε το ανθρώπινο ψέμα στις πραγματικές του, τερατώδεις διαστάσεις και μας έδειξε τον δύσκολο δρόμο που οδηγεί στην αλήθεια και την ελευθερία: “Ακόμα και ο Σοπενχάουερ – το συνοφρυωμένο και σαρκαστικό πορτρέτο του ακουμπούσε πάνω στα βιβλία, στη σοφίτα – είχε καταρρίψει δια παντός κάθε βούληση ζωής και ισχύος…”[5] Κι ο Κάρλο το ίδιο, ο πιο γνήσιος συνεχιστής του Σοπενχάουερ, στη χαραυγή τού εικοστού αιώνα, ο μαθητής που ξεπέρασε τον δάσκαλό του: “Δια της ενεργείας στην αργία, είχε γράψει ο Κάρλο κάτω από το πορτρέτο του Σοπενχάουερ.”[6] Αυτός που, σαν άλλος Βούδας, είδε την ατραπό και την ακολούθησε, ακόμη κι αν δεν κατάφερε ίσως ούτε αυτός να φτάσει μέχρι το τέρμα. Ή ίσως και να έφτασε. Κανείς δεν είναι σε θέση άλλωστε να γνωρίζει σε τι ακριβώς συνίσταται η ατραπός αυτή, ποιες είναι οι ακριβείς συντεταγμένες της, τι πρέπει να κάνει κανείς για να την περπατήσει μέχρι τέλους – παρότι η λέξη τέλος είναι σίγουρα άστοχη σ’ αυτήν την περίπτωση – ή αν υπήρξε ποτέ κανείς που την περπάτησε ως το τέλος: “Αυτή είναι η οδός, κι όχι βέβαια η τροπική εξοίδηση του δέντρου. Η απαίτηση να ζεις, λέει ο Ίψεν, είναι χαρακτηριστικό των μεγαλομανών. Ακόμα και ο Βούδας άρχισε να ζει αληθινά όταν έπαψε να επιθυμεί, όταν αποστράγγισε τα άσεμνα λεμφικά υγρά που ραντίζουν, εκχειλίζουν, διογκώνουν την καρδιά και τους αδένες.”[7]
Διότι η ψευδαίσθηση έγκειται ακριβώς στην απαίτηση, στην προσμονή, μ’ άλλα λόγια στην επιθυμία. Και γιατί, η επιθυμία δεν βρίσκεται μόνο στον πυρήνα τής ψευδαίσθησης του χρόνου, αλλά είναι και η γενεσιουργός αιτία τής μεγαλομανίας, της τροπικής εξοίδησης του εγώ: “Τα κλαδιά πρέπει να τα κλαδεύεις, η εξάπλωση είναι ένα ρητορικό απόστημα που θέλει τομή κι απολύμανση. Διαμόρφωση δια της μειώσεως.”[8] Ο Ρίκο το γνωρίζει καλά. Το ήξερε φυσικά κι ο Κάρλο. Η επιθυμία, ο εαυτός κι ο χρόνος είναι ένα και το αυτό̇ έχουν για κοινό τους υπόστρωμα το περίφημο δίπολο του Σοπενχάουερ: βούληση και αναπαράσταση̇ η βούληση του υποκειμένου που επιθυμεί διαρκώς, που δρα και επεμβαίνει στον εαυτό του και στον κόσμο, πάντοτε με γνώμονα το ενδιαφέρον για τον εαυτό του, με κάθε τίμημα, ενάντια στους πάντες και στα πάντα: ακόμη μια αναπαράσταση̇ ακόμη μια ψευδαίσθηση̇ ο Κάρλο την ονόμασε φιλοψυχία και την όρισε ως την “αγάπη τού ανθρώπινου ζώου για τη ζωή του,”[9] αλλά και ως “δειλία.”[10] Το ύπουλο δόλωμα που ένας θρασύδειλος θεός έριξε στον άνθρωπο, ώστε να τον κρατήσει αιώνια σιδεροδέσμιο στην παγίδα τής ευχαρίστησης: “… ἡ φιλοψυχία παντοία γίγνεται πρός τόν βίον, ‘η λαχτάρα για τη ζωή παίρνει τις άπειρες μορφές που γεννώνται από τη ζωή.’ Γιατί δεν υπάρχει κανένα σημείο στο οποίο η θέληση να ικανοποιείται, κάθε πράγμα αυτοκαταστρέφεται με το να έρχεται πρώτα στη ζωή και μετά να φεύγει από αυτήν: πάντα ῥεῖ, μ’ άλλα λόγια, το καθετί μεταμορφώνει τον εαυτό του ασταμάτητα στις άπειρες μορφές τής επιθυμίας.”[11]
Η επιθυμία είναι η βάση πάνω στην οποία χτίζεται ο εαυτός κι ο εαυτός δεν είναι παρά η κορυφαία επιθυμία όλων̇ το πάγιο αίτημά μας να νικήσει η επιθυμία τον χρόνο, να διαρκέσει αιώνια, αδιατάρακτη, μόνιμη, άφθαρτη, οχυρωμένη̇ το αποκορύφωμα της ψευδαίσθησης: “Ο καθένας μας αναζητεί την αυτο-πραγμάτωση, παρότι πιθανότατα με εντελώς διαφορετικούς τρόπους από τους άλλους: μέσω των χρημάτων ή της εξουσίας, μέσω των παιδιών και του/της συζύγου, μέσω της πατρίδας ή οποιασδήποτε άλλης ιδέας, μέσω του καθήκοντος ή της αυτοθυσίας, μέσω του εξουσιασμού ή της υποταγής. Όμως υπάρχει τελικά αυτο-πραγμάτωση; Το αντικείμενο της πραγμάτωσης, εξ ορισμού, το προβάλλει αυτός που το αναζητεί στον ίδιο του τον εαυτό, αυτός το επιλέγει, οπότε και η επιθυμία του αυτή για αυτο-πραγμάτωση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ακόμη μορφή αυτο-διαιώνισης. Είτε συνειδητά, είτε υποσυνείδητα, ο δρόμος τής αυτο-πραγμάτωσης έχει επιλεγεί από εμάς τους ίδιους, βασίζεται στην επιθυμία μας για επιβεβαίωση, η οποία πρέπει οπωσδήποτε να είναι και μόνιμη.”[12]
Γι’ αυτό και ο Ρίκο “… προσμένει με το κεφάλι ψηλά την αληθινή ζωή, αυτήν που κάθε προσδοκία την καταστρέφει.”[13] Αυτός, όπως κι ο Κάρλο, δεν μπορεί βεβαίως να ξεγελάσει τον εαυτό του. Δεν θα παίξει το ίδιο αιώνιο κι ανόητο παιχνίδι, με το οποίο τόσο πολύ φαίνεται να διασκεδάζει εδώ και χιλιάδες χρόνια η μάζα των μετρίων. Αυτός δεν συμβιβάζεται με τίποτε λιγότερο από την ίδια την πραγματικότητα̇ κανένα ψέμα, καμιά αυταπάτη. Γι’ αυτόν, το ζητούμενο είναι “… να ξεριζώσεις από μέσα σου όχι μόνο τη ματαιοδοξία της επιτυχίας αλλά όλες τις επιθυμίες, ακόμη και την επιθυμία να κάνεις το καλό που εκείνα τα σκούρα μάτια εξέπεμπαν χαμογελαστά, ακόμη και την ανάγκη να έχεις αξίες, αφού κάθε ανάγκη κατατρέχει το παρόν και το αφανίζει.”[14]
Για το τέλος έχει αφήσει το καλύτερο: να ξεριζώσει από μέσα του ακόμη και τη θάλασσα, που τόση χαρά και ψυχική ηρεμία τού έδινε πάντα: “ Όμως και η θάλασσα τον βαραίνει, αναδεύει μέσα του τη μεγάλη υπόσχεση ευτυχίας και τη μεγάλη αναζήτηση νοήματος, που – όπως και κάθε αναζήτηση – πνίγει την ευτυχία. Καλύτερα η ράθυμη γη κάτω από τα πόδια του.”[15] Ολόκληρος ο εαυτός πρέπει να σβήσει και να αφανιστεί χωρίς δεύτερη κουβέντα, χωρίς καμιά διαμαρτυρία. Αυτός είναι το πραγματικό πρόβλημα, το είδε ο Βούδας, το είδε ο Κάρλο, το βλέπει κι αυτός τώρα ως τη μοναδική αλήθεια που υπάρχει. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται να κάνει κανείς. Μόνο να σβήσει τον εαυτό του, να σβήσει ο ίδιος, αλλά οικειοθελώς, χωρίς κανείς και τίποτα να τον νουθετήσει ή να τον αναγκάσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε να κάνει για ‘μάς αυτό που δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι να κάνουμε για τον εαυτό μας; “ “Nacktes, kahles Selbst” σημειώνει στο μπλε τετράδιο, ο Εαυτός γυμνός και ελεύθερος – νηνεμία της θέλησης, στην καρδιά ούτε μια πνοή αέρα.”[16] “Ο εαυτός πρέπει να τελειώσει, ώστε να πάρει τη θέση του το καινούριο. Ο εαυτός είναι η ιδέα, το υπόδειγμα, ο σωρός των αναμνήσεων.”[17] Δώσε επιτέλους εσύ ο ίδιος ένα τέλος στην απάτη. Μην περιμένεις κανέναν και τίποτε̇ κανένα αύριο̇ αν δεν το κάνεις τώρα, δεν θα μπορέσεις να το κάνεις ποτέ: “Η έσχατη απάτη του πόθου είναι να σε κάνει να πιστέψεις σ’ αυτόν, να τον προσμένεις, να τον επιθυμήσεις. Εκείνη τη νύχτα η απάτη τέλειωσε. Αλήθεια σημαίνει ακινητοποίηση των πραγμάτων.”[18]
Ακινητοποίηση των πραγμάτων, παύση τού αέναου πηγαινέλα μέσα στον χρόνο, σίγαση της αεικίνητη��, βασανιστικής επιθυμίας – der Wille zum Leben την ονόμασε ο Σοπενχάουερ – σταθερή προσήλωση σ’ αυτό που είναι: “Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε αυτό που είναι, πρέπει να αφήσουμε κατά μέρος κάθε υπόδειγμα με το οποίο σκεπτόμαστε και δρούμε, καθώς και κάθε ιδέα. Το να αφήσουμε όμως κατά μέρος την ιδέα γίνεται κάτι το πολύ δύσκολο, όταν δεν αντιλαμβανόμαστε πόσο επιτακτική ανάγκη είναι το να κατανοήσουμε αυτό που είναι. Το υπόδειγμα σπάει μόνο όποτε είμαστε αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε αυτό που είναι, δηλαδή το πραγματικό̇ επομένως, το ζήτημα δεν είναι πώς να απε��ευθερωθούμε από την ιδέα, αλλά πώς να αντιμετωπίσουμε το γεγονός.”[19] Πολύ πιθανόν να είναι αυτή η ατραπός. Αυτή είναι ίσως η ‘αλήθεια.’ Αυτήν αναζήτησαν όλοι οι άγιοι, αυτήν βρήκε ο Βούδας, μ’ αυτήν φαίνεται πως ήρθε αντιμέτωπος ο έφηβος Κάρλο, αυτήν αναζητεί τώρα κι ο Ρίκο, αν και, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κάρλο, ποτέ του δεν έπαψε να την κατέχει, μόνος αυτός από τους τρεις τους.
Αυτός, από το αχανές φάσμα τής ρητορικής κρατάει μόνο ελάχιστα πράγματα, κυρίως αυτά που περιστρέφονται γύρω από τη γυναίκα και την ακατανίκητη αλλά απόλυτα ψευδαισθητική ομορφιά της: “… ή με την απαλή Βιολέτα, ιδιόρρυθμη όπως το φεγγάρι, από μία οικογένεια βιομηχάνων της Τεργέστης, που τον κάνει να εκτιμήσει, κατ’ εξαίρεση, ορισμένες ιδιότητες της ρητορικής – μια μεταξένια κάλτσα, ένα κομψό ��ανδάλι, ένα αρωματισμένο φουλάρι.”[20] Όμως η τραγική κατάληξη της Έμμα, της γριάς μητέρας τού Κάρλο, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του γιου της, τον επαναφέρει γρήγορα στην πραγματικότητα, θυμίζοντάς του πόσο καταστροφικό πράγμα είναι η ρητορική και τι τρομακτική επαγρύπνηση χρειάζεται να έχει κανείς, ώστε να μην ενδώσει ούτε στιγμή στις ηδύφωνες σειρήνες της: “Αντιθέτως, για να ξεκάνεις μια γριά εβραία ογδόντα εννιά χρόνων χρειάστηκε το Άουσβιτς και όλη η θεατρική παράσταση του Τρίτου Ράιχ. Εκείνο το χιλιετές Ράιχ αποδεικνύει πως η ρητορική είναι μόνο θάνατος και όλεθρος.”[21]
Μακριά λοιπόν από το ψέμα τής Ρητορικής που μόνο φυλακίζει. Μόνη πιθανότητα ευτυχίας για τον άνθρωπο είναι η λήθη κάθε παρελθόντος, η αδιαφορία για κάθε πιθανό μέλλον, η προσήλωση αποκλειστικά και μόνο στο παρόν, με τη συγκέντρωση σ’ αυτό όλης της ενέργειας που μπορεί κανείς να διαθέτει: “Εσύ ξέρεις πώς να συνίσταται στο παρόν η ύπαρξή σου όλη, Ρίκο, του είχαν πει όταν έφευγε, αρμενίζεις στην ανοιχτή θάλασσα χωρίς να ψάχνεις φοβισμένος για λιμάνι και χωρίς να ευτελίζεις τη ζωή σου με το φόβο μήπως τη χάσεις.”[22]
Το στοίχημα είναι πώς να βγει κανείς από το άνοστο και βασανιστικό παιχνίδι τής ζωής, χωρίς να αναγκαστεί να εισέλθει οικειοθελώς στη νεκρική ζώνη τού θανάτου. Το πόσο δύσκολο είναι το εγχείρημα αυτό, φαίνεται από την ελάχιστη επικράτεια τής εν ζωή ευτυχίας, όπως τη συνέλαβε ο Κάρλο: “Κοιτάζει το σχέδιο που έβαλε ο Κάρλο στο διάλογο με τους τέσσερις τεμνόμενους κύκλους και τα κοινά σημεία επαφής. Στ’ αριστερά του κύκλου της ευτυχίας, σ’ ένα είδος δύσης, υπάρχει η τομή της ελευθερίας, της μη ανάγκης̇ ναι, μέσα σ’ εκείνον τον άσπρο χώρο, εκεί μέσα ο Ενρίκο αναγνωρίζει τον εαυτό του. Το τόξο όμως που κλείνει εκείνον τον χώρο συνεχίζει και σχηματίζει έναν άλλον κύκλο χαμηλά, νότια του σχεδίου, τον κύκλο του θανάτου. Η μη ανάγκη, η ελευθερία είναι κοινή σε αμφότερους τους κύκλους, στον κύκλο τής ευτυχίας που εδράζεται στο είναι και στην αξία, που δεν ζητάει τίποτα γιατί απλά υπάρχει, και στον κύκλο του θανάτου που ομοίως δεν ζητάει τίποτα γιατί δεν υπάρχει.”[23]
Γιατί ο Ρίκο, στην πραγματικότητα, δεν ζητάει πλέον απολύτως τίποτα̇ ποτέ του δεν ζήτησε̇ αυτόν ίσως είχε στο μυαλό του ο Κάρλο, όταν έδινε μορφή στο πολύπλοκο φιλοσοφικό του σύστημα, το οποίο φιλοδοξούσε βεβαίως να μην είναι καν ένα ‘σύστημα’ ή ένα ακόμη ‘σύστημα,’ αλλά μια εντελώς πραγματική και πιστή περιγραφή τής ανθρώπινης περιπέτειας στη ζωή, ένα απολύτως πρακτικό εγχειρίδιο ευτυχίας για τη βασανισμένη οντότητα που έχει καταλήξει να είναι ο άνθρωπος: “Η πεποίθηση, λέει ο Κάρλο, είναι να βιώνεις πλήρως τη ζωή και τον εαυτό σου στο τώρα̇ να μπορείς να βιώνεις απόλυτα την κάθε στιγμή, χωρίς να τη θυσιάζεις στο βωμό ενός γεγονότος που θα συμβεί ή που ελπίζεις να συμβεί όσο πιο σύντομα γίνεται, καταστρέφοντάς την έτσι με την προσδοκία να περάσει γρήγορα. Ο πολιτισμός όμως είναι η ιστορία των ανθρώπων που δεν ξέρουν να ζήσουν με πεποίθηση και κατασκευάζουν το πελώριο τείχος της ρητορικής, την κοινωνική οργάνωση της γνώσης και της δράσης, για να κρύψουν από τον εαυτό τους το θέαμα και τη συνειδητοποίηση του δικού τους κενού.”[24]
Τα χρόνια έχουν περάσει. Ο Ρίκο έχει αφήσει προ πολλού πίσω του τα πάντα: ιδεολογίες, θρησκείες, οικογένειες, ανθρώπους, μνήμες, προσδοκίες. Ποτέ του δεν τα πήγαινε και πολύ καλά με όλη αυτήν τη σαβούρα άλλωστε. Του το γράφει και η γριά μητέρα τού Κάρλο: “Είστε τυχερός, αγαπητέ Ρίκο, που ζείτε μακριά από αυτόν τον μικρό, μοχθηρό και ανειλικρινή κόσμο.”[25] Καμιά αυταπάτη δεν τρέφει, ότι τα πράγματα θα μπορούσαν ίσως να είχαν πάρει μια διαφορετική τροπή, εάν γινόταν να γυρίσει πίσω ο χρόνος: “Είναι γελοίο, δεν θα χρησίμευε σε τίποτα να γυρίσουν πίσω στο χρόνο, όλα θα επαναλαμβάνονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: το ίδιο λάθος, η ίδια φρίκη.”[26] Μία βεβαιότητα μόνο είναι ικανός να αναγνωρίσει στη δύση τής ζωής του, ότι δηλαδή: “… συν τω χρόνω οι μεταγενέστεροι θα αναγνωρίσουν πως αυτός [ο Κάρλο Μίκελστετερ] είναι η μεγαλύτερη μορφή που δημιούργησε ποτέ η Ευρώπη”[27] και ότι “… ο Κάρλο και ο Βούδας είναι οι δύο μεγάλοι αφυπνισμένοι της Δύσης και της Ανατολής.”[28] Για οτιδήποτε άλλο είναι πολύ αργά πια. Ως μία φυσική κατάληξη της όλης ‘φιλοσοφίας’ τής ζωής του, ο Ρίκο έχει απωλέσει εξ ολοκλήρου τη μνήμη του. Μόνος του στο δωμάτιο, κοιτάζει ένα λεκιασμένο σημείο στον τοίχο: “… το φωτίζει ο λύχνος του Κάρλο, η κηλίδα απλώνεται, διαστίζεται, συρρικνώνεται: είναι το λέπι ενός ψαριού, ένα νησάκι, το αρπακτικό μάτι ενός τσιμάνγκο, μια θηλή, μια χούφτα σπαρμένης άμμου, μελάνι που εξακοντίζεται στο ξεβαμμένο γκρίζο μιας σχολικής αίθουσας.” Είναι μ’ άλλα λόγια όλο το φάσμα τής ζωής, αυτής στην οποία ο ίδιος έπαιξε μόνο τον ρόλο του αποστασιοποιημένου μάρτυρα και στης οποίας το τέλος, καλώς ή κακώς, δεν θα παραστεί: “Το σώμα είναι ένα μπαλόνι που ένα παιδάκι φουσκώνει με όλη του την ανάσα. Είναι φωτισμένο εσωτερικά και διογκώνεται γεμίζοντας όλο τον ουράνιο θόλο μ’ ένα φως ξάστερο, ακίνητο και σταθερό. Δεν υπάρχει τίποτε περισσότερο, κανείς που να μπορεί να ακούσει το απαλό σκάσιμο όταν μια πευκοβελόνα τρυπάει το μπαλόνι ή το τσιτσίρισμα του λαδιού που τινάζεται πάνω στη φλόγα και τη σβήνει.”[29] -
"کتابی در موردسرگشتگی انسان معاصر...."عناوین وجملات خیلی مهم هستند،همینعنوان باعث شد،شیرجه بزنم به سمت کتاب،هر چند وقفه بسیار طولانی حاصل شد از خرید کتاب تا خوانش.القصه،کتاب راخواندنم،از نظر من کتاب در باب سرگشتگی انسانی در قرون وسطا بود.نه انسان معاصر!کتاب حتی در بابسرگشتگی همنبود،داستان فردی که بر اساس فلسفه ای که انهم مندرست درکنمیکنم،خوان وخانواده و دیار را ترک کرده،راهی سفر شده......خلاصه....داستانی بود به غایت گسسته،شوربختانه نه با ترجمه،نه نثر،نه شخصیت پردازی داستان.....نه فراز وفرود نداشته اش،ارتباط حاصل کردم نه هیچچیز دیگری......مهم نیست،همیشه میتوان خواند،تجربه اندوخت وادامه داد ،به چیزی که اسمش را گذاشتم زندگی......
-
Διαμαντάκι του Magris, με υπέροχες φιλοσοφικές αναφορές, γεμάτο Ιστορία. Το λάτρεψα!
-
This little book is about what might have happened if one of Carlo Michelstaedter's friends had carried the youngster's philosophical ideas to fruition, without killing himself in the process. Enrico Mreule takes Michelstaedter's "persuasion" as far as he can, turning himself into something of a sage in the process. The book contains a rare European description of gaucho life in Argentina, along with glimpses Trieste and Istria. It is hard to get a sense of the author's true fascination with and, I think, attachment to Michelstaedter's ideas here, as the book is sparse and very careful, maybe too careful. Not the sprawling affair of Danube or the more recent Blindly. Still, really interesting, and worth reading, especially for anyone interested in Michelstaedter's strange and enduring influence.
-
Roman „Drugo more“ Klaudija Magrisa naizgled je nevelika knjižica, no u pitanju je knjiga koja se čita veoma sporo, jer je svaka rečenica važna. Do savršenstva je očišćena od svakog viška, pisana je besprekornim stilom i veoma gusta.
Već u naslovu vidimo intenciju autora, koji nas usmerava ka moru, prostoru najveće simboličke potentnosti. Ono predstavlja sve ka čemu teži glavni lik, Enriko, tokom čitavog svog života. Upoznajemo ga u trenutku kada napušta rodni grad na severu Italije. Na brodu je, koji putuje preko okeana; oko njega nema ničega do talasa u tami. Početak je XX veka, godina 1909. On stoji na palubi, „nepomičan, nimalo umoran od svega što se ne menja“.
Već ta rečenica najavljuje Enrikovu avanturu, započetu u gimnazijskim danima u filološkoj gimnaziji, u društvu sa još dvojicom sličnih mladića. Zadojeni su klasičnom literaturom, isto koliko i istočnjačkom filozofijom. Najzavodljivije od svega, na Enrika i njegove prijatelje Karla i Nina, deluje upravo istočnjačka religijska misao. Fascinirani budističkim postulatima, u slici mora, njegovoj dubini i neosvojivosti, pronalaze prostor beskraja, smirenosti, izostanka želja, prostor neprekidne sadašnjosti, odbijanja bilo kakvog uticaja spoljašnjih, prolaznih strasti. Na tom brodu, udaljavajući se od zagarantovane budućnosti koju mu mogu pružiti izvrsno obrazovanje i nasleđeno bogatstvo, „obuzima ga neodoljiva ravnodušnost za sve što mu ispada iz džepova. Ponosan je zbog toga; to je bezimena vrlina koja mu ne pripada, ali mu na neki način donosi čast“. Njegov život je ipak obeležen godinama koje su prethodile ovoj avanturi. Prijateljstvo sa Karlom i Ninom daleko prevazilazi obično gimnazijsko druženje i poprima oblik neke vrste otkrovenja: „njihovo zajedničko vrednovanje sveta predstavljalo je najveću želju, čudo i zadovoljstvo“.
„U Ninovom potkrovlju, u Goriciji, sva su trojica zajedno, u originalu, pročitali Homera, tragičare, presokratske filozofe, Platona i Jevanđelja, i Šopenhauera, i njega u originalu, naravno, i Vede, Upanišade, propoved iz Benaresa i druge Budine govore, i Ibzena, Leopardija i Tolstoja; pričali su jedan drugome na starogrčkom vlastite misli i svakodnevne neprilike, poput one Karlove sa psom, prevodeći ih potom iz zabave na latinski.
U tom potkrovlju desilo se nešto jednostavno i konačno, bespogovorni poziv, jasan i prozračan...“
Dvojica prijatelja u njemu vide jedinog ko može da ostvari njihov san – život u potpunoj sadašnjosti i poništenje svih žudnji: „filozofija, ljubav prema nepodeljenom znanju, znači videti ono što je daleko kao da je blizu, znači poništiti žudnju da se to i zgrabi, jer ono jednostavno jeste, u velikom spokoju bića“. Jedino što u prirodi odgovara ovom opisu je more. „Zemlja majčinski podnosi plug koji je cepa, ali je more veliki nedostižni osmeh, ništa na njemu ne ostavlja traga; ruke što plivaju ne stežu ga, guraju ga od sebe i gube ga, ono se ne da.“
U izvesnom smislu, more je na taj način i personifikacija duhovne sfere ili misaonog života, izdignutog iznad svih strasti, ali ipak neosvojivog. Ljubav, čak i ona prema sebi, ili životu, nostalgija, kao i sve ostale želje i žudnje, bivaju odbačene jednim potezom – one vode u ropstvo. Mladi Enriko odlazi u Argentinu u potrazi za mirom oslobođenim stega, koji se doseže kada prestane svaka žudnja „za činjenjem i traganjem“. Dok u Argentini živi kao gaučo, njegov voljeni Karl završava pisanje jedne značajne knjige, a potom se ubija iz njegovog pištolja. Dosta godina kasnije (tačnije, 1922.), Enriko (Riko) se vraća u severnu Italiju. Prvi svetski rat je promenio granice i još mnogo toga u njegovom rodnom kraju. On ne odustaje od namere da svoj život približi moru – životu na moru i životu mora. Ne vezuje se ni za koga, ravnodušan je prema materijalnim stvarima, pa i prema sebi samom. Postaje čudak, donekle krut i beskompromisan u odbijanju svakog unapređenja načina života, ali i neosetljiv, pa čak i surov prema ljudima koji ga okružuju, vole, ili od njega na neki način zavise. Pokazuje potpuno nerazumevanje drugih, koji nastoje da žive na uobičajeni način, formirajući porodice, prihvatajući nepisana pravila, usvajajući novotarije. Na svoj način izbegava nesporazume i strahove, ne odobrava pohlepu i udobnost, ali isto tako odbacuje i sve ono što čini život ljudskim, pa čak i ljude koji su mu nesumnjivo dokazali svoju ljubav i vernost. Sva njegova ljubav upućena je uspomeni na Karla i moru. „Štaviše, i more je previše, jer obnavlja veliko obećanje sreće i veliko traganje za smislom koje – kao i svako traganje – guši sreću. Bolja je zemlja, učmala pod nogama.“
„Ubeđenje, kaže Karlo, jeste posedovanje vlastitog života i vlastite ličnosti u sadašnjem trenutku, sposobnost da se u potpunosti živi čas, ne žrtvujući ga u ime nečega što će doći ili se nadamo da će doći, uništavajući tako život iščekivanjem da prođe što je pre moguće. Ali, civilizacija je istorija ljudi koji nisu sposobni da žive u ubeđenju, koji grade ogroman zid retorike, društvenu organizaciju znanja i delovanja, kako bi sebi samima sakrili prizor i svest o sopstvenoj praznini.“
Kroz godine u kojima pratimo Rika, koji stari i postaje sve ekscentričniji, suvlji, beskompromisniji – autor nam iznosi i promene koje doživljava svet koji ga okružuje. Drugi svetski rat ponovo donosi razaranja, zablude, promene granica, nešto malo nade – uglavnom na kraju izneverene. Osetljivo područje severne Italije, na granici sa Jugoslavijom, mesto je gde se pored fašista pojavljuje i Titova vojska. U tim odnosima i političkim previranjima ništa nije crno-belo. Riko se trudi da u odnosu na sve to ostane na drugoj strani, na „drugom moru“, na obali, u barci, jedući samo malo ulovljene ribe, u kući bez struje i pravog nameštaja. Ali i on biva sumnjiv, kao i svako ko nije čvrsto opredeljen (jer ako nisi „naš“, onda si „njihov“). I on doživljava hapšenje, kratak boravak u zatvoru, isleđivanje, batine. To je gotovo jedino mesto gde se „pravi život“ dodiruje sa njegovom snolikom stvarnošću.
O knjizi sam Magris kaže:
„U knjizi pričam priču o čoveku koji pokušava da živi čistim, apsolutnim životom, čisteći ga od svega što je neautentično, što nije apsolutno; do izvesne tačke to obogaćuje život, ali ovaj život, koji biva lišen svega suvišnog, na kraju biva sveden na tako čistu, neuhvatljivu suštinu, da opako počinje da liči na ništavilo.“ (Ovo je izrečeno u njegovom govoru prilikom dodele nagrade „Milovan Vidaković“ u Novom Sadu, 21. 04. 2010, priloženom kao dodatak knjizi.)
Roman „Drugo more“ je besprekorno napisana knjiga sa izuzetno slikovitim opisima u kojima se neće naći nijedno opšte mesto. Filozofska potraga, životna potraga i priroda, prožimaju se na način koji pokazuje njihovu neodvojivost čak i onda kada glavni junak biva prevaren svojim misaonim aparatom u pokušaju da jedno od toga izdvoji kao apsolutno. Iako je njegov svet okrenut nirvani i carstvu duha, on zapada u svojevrsni nihilizam, koji je u isto vreme karakterističan i prepoznat i u drugim kulturama, ali se tamo ostaruje po jednom sasvim drugačijem mehanizmu. To je samo još jedan dokaz da je u najdubljoj čovekovoj nutrini nemoguće izvršiti bilo kakvu vrstu sakaćenja – nijedan deo njegovog života, nijedna sfera njegove ljudskosti, ne dozvoljava da bude nasilno odstranjena. Bez demagogije, bez konačnih zaključaka, pratimo talasanja jednog bogatog duha, nepreglednog, dubokog i tajanstvenog; no, to je samo jedan mogući pogled na granice svetova, na nemirnu, neuhvatljivu liniju gde se more graniči sa zemljom, i onu nepreglednu površinu koja ga odvaja od neba.
Velika preporuka za čitanje. Knjiga je objavljena u biblioteci „Zlatno runo“ izdavačke kuće „Arhipelag“, u (moram da naglasim) odličnom prevodu sa italijanskog Snežane Milinković. Urednik Gojko Božović, Beograd 2010.
-
A short but very intense novel that is about what happens when an individual takes a philosophy of renunciation to heart and then to its logical extreme. Enrico is a young intellectual who decides to follow the path of solitude and non-attachment. He travels to Patagonia seeking an authentic life on the pampas, free from distractions, from worries, filled only with immediate sensations, including the rigours of the weather. Later he returns to find Europe on the threshold of turmoil. He is surrounded by adoring friends but he keeps an emotional distance from them. His relationships with women are superficial and curtailed, because he fears entrapment. He is a selfish character, but not acquisitive of material possessions, only of space, silence and peace of mind, and this purity sometimes causes more trouble than if he had merely been a materialistic or megalomaniac brute. He cares nothing for renown but demands respect. He is a difficult man to deal with, yet we are compelled by his experiences, both physical and intellectual, and follow the progress of his life as wars come and go, and revolutions alter the fabric of the civilization that frames his existence.
-
Un piccolo libro che mi ha preso solo dalla metà in poi. All'inizio lo si potrebbe considerare troppo saccente.. con quelle frasi latine e greche che solo chi ha fatto il liceo capisce, poi però ho capito il senso del libro. Enrico prima della guerra lascia la sua terra e va a vivere in Patagonia ma torna dopo qualche anno e trova tutto cambiato. Lui non è né un gaucho delle pampas né un reduce, lui non ha fatto la guerra e non capisce più il mondo che lo circonda. C'è poi il mito di Carlo che lo seguirà fino alla morte. Un bel libro tutto sommato.
-
I am going out on a limb here to say this book is probably not for everybody or atleast not for all states of mind. Read at the right state of mind (or wrong) - this could offer some philosophy or life lessons - but for me this gave me a headache.
How do you become impatient with a book which advocates total patience and isolation? Maybe it doesn't advocate, it just about shows what a sad life it is away from people, immersed in books, finding no meaning in relationships and moping for the loss of a friend who committed suicide. The context of the Austrian revolution around the time of second world war - I didn't get much.
The protagonist is hard to like and even his sister/wife don't find redeeming qualities to him. And yet in his thoughts, he is an enlightened soul. His friend Carlos who decided to take his life, seems to feature more often in these pages. There are people who are socially challenged, but this is taking it to an extreme type of introversion that is borderline sociopathic.
A book that was not for me. -
https://benedek3.blogspot.com/2022/01... -
TEORIA: Prendi un soggetto molto interessante. Sposta lo sguardo della tua visione ad un oggetto vicino meno interessante. Narra l'oggetto vicino senza mai dimenticare che volevi parlare d'altro.
SVOLGIMENTO: Il soggetto è Carlo Michelstaedter Che già di suo pochissimo ha scritto e pochissimo ha detto, nella brevità del suo passaggio terreno. L'oggetto laterale è l'amico Rico, tanto dinamico da risultare ad alcuni morto nel 33, quando invece visse ben vent'anni in più, isolato e silenzioso. L'operazione di Magris è quindi una specie di sfida. Raccontare il vuoto tramite il nulla. Ci riesce, e lo fa bene, e mi affascina. Anche se alla scrittura non perdono una pesantezza professorale, un voler dire, un eccesso di intelletto che non riesce a nascondersi del tutto, che traspare troppo. Come se Magris, mentre lo leggiamo, fosse seduto alle nostre spalle e ci sbirciasse, di tanto in tanto, per vedere come va. -
Само 96 страни, но какви добри страни...за пријатели кои учат едни за други, откриваат повеќе за себе, светот и животот, а во позадина почнува Првата светска војна.
Ова е краток роман за пријателството кое ни смртта не го поништува. Инспириран од вистински настани за време на војната, книгата зборува за пријателството меѓу Енрико и поетотот и филозоф Карло Михелштедтер. Енрико се обидува да ги примени учењата на пријателот во својот живот, имено, дека животот е возможен само како соголено постоење во сегашноста.
Морето е постојано присутно како мотив и го симболизира Јадранското море, на чии брегови се одвива дејството, но и Енриковото прекуокеанско патување во Аргентина кое иако кратко, прави чуда за неговото себеспознавање.
Дали како Енрико или Карло, повеќето ќе препознаеме нешто од себе во оваа книга. -
La biografia di un uomo che non vuole rovinare la vita vivendola, non può essere lunghissima. Questo piccolo romanzo denso, ricco, poetico e saggio racconta la vita di Enrico, che prova a ritirarsi dalla vita per vivere nient’altro che il momento in cui vive, mentre al sottofondo passa tutta la storia del novecento. È una storia d’amore per l’amico geniale, Carlo Michelstaedter, “così intero e vivo in ogni attimo, perché non chiede di essere, come un mendicante, ma semplicemente è, come un re” (p. 19).
Nella sua tragicità quieta questo libro è una ricerca profonda ed ambigua dei meriti del buddismo. E c’è il mare, c’è tanto mare, che è sempre una grande qualità per qualsiasi libro.
“Non distrugge l’ombra del proprio profilo voltandosi per guardarla.” (p. 45). -
Un bel libro, descrive in un modo profondo la perdita d'identità di un "istriano" che va in Patagonia per rifarsi la vita, tornando al suo paese qualche anno dopo. Intanto c'è la seconda guerra con tutti i suoi problemi, soprattutto con lo scambio dell'Istria d'impero in impero finchè non è diventata italiana (una parte).
-
Enrico's whole existence is reduced to such an extent that nothing is left behind him. His adventure, illuminated by the great absent of the novel, Carlo Michelstaedter, who patronizes every moment of Enrico's existence, is the story of a man who leaves to immerse himself in anonymity, leaving behind moral security, the port, going out to reach the endless sea of nothingness.
-
Ana karakter Enrico’nun hayatını anlatan bir kitap. Kitabı ana hatlarıyla böyle özetlemek mümkün. Ancak gelin görün ki okumakta epey zorlandım. Gerek kullanılan üslup gerek telafuz etmekte zorlandığım mekan ve diğer isimlerin bolluğu beni fazlasıyla yordu. Bir kitabı okurken yoruluyorsam eğer o kitabı anlamakta zorlanıyorum demektir. Bu aralar kitaplara -en kısa olanlarına bile- yoğunlaşmakta güçlük çekiyorum nedensiz.
Gelelim kitaba; Enrico’nun kendisinden,
etrafından, herkesten ve dünyadan kaçışını anlatıyor. Bir arayış söz konusu ancak nereye, neye veya kime ulaşılacağı söz konusu değil. 1900’lü yılların başından itibaren II. Dünya Savaşı sonrasına kadar olan bir zaman diliminde geçiyor. Dönemin siyasi durumunun kişi üzerindeki etkisine de değinilmiş. Kitap kötüydü diyemem sadece ben içine girmekte bayağı bir zorlandım hepsi bu. -
A bit of a strange tale about a man named Enrico from early age up to his death. Enrico was an intellectual and Greek scholar who in 1909 sailed to Patagonia where he lived for about twelve years. He led a very solitary life there and he lived off the land while reading ancient Greek texts. He then decided to return to Gorizia in 1922 and discovered many changes that had occurred while he was gone. The story follows him through the many years that followed including wars and the changing of borderlines until his death in 1959. It was an excellent read but parts of it seemed, to me, to begin without introduction as if they had been edited out. Otherwise, another great Magris book.
-
Če vam ne "sede" Magrisova Donava, je Drugo morje dostojen (krajši) nadomestek.
-
Απαιτητικό βιβλίο, σίγουρα, και θα πρέπει να ξαναδιαβαστεί κάποια στιγμή. Δεν γνώριζα τίποτε για την φιλοσοφία των δύο φίλων στους οποίους αναφέρεται και ήταν μια καλή ευκαιρία να ψάξω καποια πράγματα αν και ολα σχεδόν ειναι στα ιταλικά. Γιατί βάζω 4*; Μου άρεσε απο λογοτεχνική αποψη αν και ακομή είμαι ελαφρώς μουδιασμενη απέναντί του. Ίσως με την δεύτερη αναγνωση να κατασταλάξω σε μια πιο ολοκληρωμένη άποψη. ΠΟλύ όμορφη μετάφραση, επεξηγήσεις και θαυμάσια έκδοση οπτικά και από άποψη αφής (πολυ σημαντική)
-
This is an amazing book!
-
Solitario non triste y final: com'è che ancora non gli danno il Nobel?
-
“And as he waited impatiently for them to finish, how painful, how futile the present seemed. Why was it not already over and done with”
-
🇮🇹 Italy
#21 of Read a Book from Every Country
It’s all quite philosophical and intellectually elitist with its use of Ancient Greek, Latin, and excessive academic textual references. Plus, nothing much happens. After coming back from Patagonia, Enrico, our hero, turns bitter. Indeed, P90: “Enrico is no hero.” He comes to throw away and reject Life, something which he had once held tightly clasped in his grip. Eventually, he succumbs to dementia.
It was only after reading other people’s reviews though that I realised that these were real people?? Carlo was real! Persuasion and Rhetoric (the book which Enrico is enthralled by) was his completed doctoral thesis and the definitive text of his philosophy! Likewise, Enrico, perhaps the biggest adherent there has been to Carlo’s philosophy, was real too!
The fact that these characters were once living people is working wonders at warping my perspective on reality and fiction. The idea hadn’t remotely crossed my mind! -
3.5
-
8